- ματαιόφρων
- -ων,-ον A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 6,11vain-minded, weak-minded; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ματαιόφρων — (Α ματαιόφρων, ον) αυτός που σκέφτεται μάταια και ανόητα, άμυαλος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φρων (< φρην, φρενός)] … Dictionary of Greek
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ματαιοφρονώ — ματαιοφρονῶ, έω (Α) [ματαιόφρων] σκέπτομαι άσκοπα και ανόητα, ματαιοδοξώ … Dictionary of Greek
ματαιοφροσύνη — η (ΑM ματαιοφροσύνη) [ματαιόφρων] το να σκέφτεται κανείς άσκοπα και ανόητα πράγματα, ματαιοδοξία … Dictionary of Greek
ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ԶՐԱԽՈՐՀՈՒՐԴ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ματαιόφρων vana sapiens Ունայնախորհ. ոյր խորհուրդն է սնոտի. *Զի մի՛ ընդունայնամիտ զրախորհուրդ հեթանոսք պարծեսցին առաջի սնոտեաց իւրեանց. ՟Գ. Մակ. ՟Զ. 9 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՒՆԱՅՆԱՄԻՏ — (մտի.) NBH 2 0550 Chronological Sequence: 13c ա. ματαιόφρων vani consilii. Ունայնախորհ. ունայն մտօք. անխելք. *Ունայնամտին նեստորի հաւատացեալ. Դամասկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)